- τετανικοῦ
- τετανικόςsuffering frommasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτροπληξία — Παθογόνος δράση που προκαλεί η επαφή του ηλεκτρικού ρεύματος με το ανθρώπινο σώμα. Στις ελαφρότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε ένα ελαφρό ή δυνατό τίναγμα, έγκαυμα στο σημείο επαφής, ζάλη που σταματάει μόλις διακοπεί η επαφή. Στις βαρύτερες… … Dictionary of Greek
νευροτρόπος — ο (για χημικές ουσίες, μικρόβια και ιούς) αυτός που έχει την ιδιότητα να καθηλώνεται εκλεκτικά στο νευρικό σύστημα, όπως είναι λ.χ. οι βιταμίνες Β1, Β6, Β12 ή ο ιός τής πολιομυελίτιδας και η τοξίνη τού τετανικού βακτηριδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
στρυχνίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα σπέρματα του στρύχνου του Ιγνατίου (strychnos ignatii) και του Στρύχνου του εμετικού (strychnos nuxvomica). Η δράση της σ. ασκείται εκλεκτικά επί του νωτιαίου μυελού, στο μηχανισμό μετάδοσης των ανακλαστικών με την… … Dictionary of Greek